λιο- — (I) α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής (κυρίως λογοτεχνικών ή διαλεκτικών) που σχηματίστηκε από το ηλι(ο) * (< ήλιος), με σίγηση τού αρκτικού η , και δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό είτε αναφέρεται στον ήλιο (λιοβασίλεμα,… … Dictionary of Greek
Εσάκι, Λίο — (Leo Esaki, Οσάκα 1925 –). Ιάπωνας φυσικός. Ολοκλήρωσε τις πτυχιακές σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Τόκιο, το 1947, από το οποίο έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του το 1959. Το 1958 κατέγραψε μια διαδικασία που έγινε αργότερα γνωστή ως φαινόμενο… … Dictionary of Greek
Μάνκιεβιτς, Λίο Τζόζεφ — (Joseph Leo Mankiewicz, Πενσιλβάνια 1909 – Νέα Υόρκη 1993). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και, όπως ο αδελφός του Χέρμαν, είχε την πρώτη του επαφή με τον κινηματογράφο υποτιτλίζοντας… … Dictionary of Greek
Ντάιμοντ, Λίο Ντέιβιντ — (David Leo Diamond, Ρότσεστερ, Νέα Υόρκη 1915 –). Αμερικανός συνθέτης. Τελείωσε τις μουσικές σπουδές του στο Παρίσι το 1937 με τη Νάντια Μπουλανζέ και αφομοίωσε τις πιο διαφορετικές ευρωπαϊκές μουσικές εμπειρίες, τις οποίες συνδύασε σε ένα… … Dictionary of Greek
-στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… … Dictionary of Greek
ελιξόπορος — ἑλιξόπορος, ον (Α) αυτός που ακολουθεί ελικοειδή πορεία. [ΕΤΥΜΟΛ. ελιο και λιο (αντί ελαιο ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β συνθετικό ανήκει ή αναφέρεται στην ελιά ή προέρχεται από αυτήν (ελιόδεντρο, λιόδυλο)] … Dictionary of Greek
καραβοστάσι — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Οικισμός (389 κάτ.) του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Πέρδικας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό… … Dictionary of Greek
κιτρόφυτον — κιτρόφυτον, τὸ (Μ) η κιτριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρον + φυτον (< φυτόν), πρβλ. λιό φυτο, ξερό φυτο] … Dictionary of Greek
κοπροστάσι — το τόπος όπου συσσωρεύεται κοπριά, κοπρώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + στάσι (< στά σιον < ασθενές θ. στᾰ τού ἵστημι, πρβλ. ἔ στᾰ μεν, στᾰ τός + κατάλ. σιον), πρβλ. εικονο στάσι, λιο στάσι] … Dictionary of Greek
λιοβόρι — το βορειοανατολικός άνεμος που έχει ως συνέπεια ξηρό καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (I)* + βορι(< βοριάς), πρβλ. ξερο βόρι] … Dictionary of Greek